σεργιάνι

σεργιάνι
και σεριάνι και σιργιάνι και σιριάνι, το, Ν
περίπατος, βόλτα («πρώτ
η Φροσύνη τό 'βαλε και βγήκε στο σιργιάνι», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. seyran «εκδρομή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σεργιανίζω — και σιργιανίζω και σεργιανώ, άω και σεριανώ, άω και σιργιανώ, άω, Ν [σεργιάνι / σιργιάνι] 1. κάνω βόλτα, κάνω περίπατο 2. (μτβ.) βγάζω κάποιον για σεργιάνι, τόν πηγαίνω περίπατο …   Dictionary of Greek

  • Mangas — This article is about the social group in the Belle Époque era. For Japanese comics, see manga. For the district of the Ancash Region in Peru, see Mangas District. Manges (Greek: μάγκες [ˈma(ɲ)ɟes], sing.: μάγκας mangas [ˈma(ŋ)ɡas]) is the name… …   Wikipedia

  • Giannis Markopoulos — Jannis Markopoulos (griechisch Γιάννης Μαρκόπουλος, * 18. März 1939 in Heraklion, Kreta, Griechenland) ist ein kretisch griechischer Komponist und Sänger. Leben Der bedeutende griechische Komponist Markopoulos verbrachte seine Jugend in… …   Deutsch Wikipedia

  • περιδιάβαση — η / περιδιάβασις, άσεως, ΝΜ 1. περίπατος χωρίς συγκεκριμένο σκοπό αλλά για προσωπική ευχαρίστηση και ψυχαγωγία, σεργιάνι, περιδιάβασμα 2. ψυχαγωγία, διασκέδαση 3. χλευασμός, εμπαιγμός, περιγέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιδιαβάζω. Η λ., στον λόγιο τ.… …   Dictionary of Greek

  • περιπατώ — περιπατῶ, έω, ΝΜΑ, και περπατώ, άω, πορπατώ, προπατώ και προβατώ Ν 1. πηγαίνω πεζή, πεζοπορώ, βαδίζω (α. «περπατήσαμε δύο ώρες ώσπου να φθάσουμε» β. «σαν πελελό περιπατείς και τρέχεις», Ερωτόκρ. γ. «περιπατούν οι λέοντες ζητούντες τα κοπάδια»,… …   Dictionary of Greek

  • σιργιάνι — και σιριάνι, το, Ν βλ. σεργιάνι …   Dictionary of Greek

  • σουλάτσο — το, Ν περίπατος, σεργιάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sollazzo «διασκέδαση»] …   Dictionary of Greek

  • Καλδάρας, Απόστολος — (Τρίκαλα 1922 – 1990). Λαϊκός συνθέτης. Φοίτησε στη γεωπονική σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, αλλά σύντομα εγκατέλειψε τις σπουδές του. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά ως συνθέτης το 1967 με το τραγούδι «Η πόρτα ανοίγει», αλλά η μεγάλη επιτυχία… …   Dictionary of Greek

  • κατακοιμίζω — και κατακοιμώ κατακοίμισα, βάζω κάποιον να κοιμηθεί βαθιά και πολύ, αποκοιμίζω: Κατακοίμισε τα παιδιά της και βγήκε για σεργιάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περίπατος — ο 1. βάδισμα για αναψυχή, σεργιάνι, σουλάτσο. 2. σύντομη διαδρομή: Κάναμε έναν περίπατο ως το κτήμα μας. 3. το μέρος όπου γίνεται περίπατος: Ο κεντρικός περίπατος της Θεσσαλονίκης είναι η παραλία. 4. φρ., «Πάει περίπατο», χάθηκε, δε βρίσκεται πια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”